- σύμμετρος
- -η, -ο/ σύμμετρος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός3. ισόμετροςνεοελλ.1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του για το σχολείο είναι σύμμετρη προς την αντοχή και την υπομονή που έχει»)2. φρ. α) «σύμμετροι αριθμοί»μαθ. οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3β) «σύμμετρα μεγέθη»μαθ. δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθουςαρχ.1. ισομεγέθης («σχεδὸν χαμεύνῃ σύμμετρος Κορινθίας παιδός», Ευρ.)2. πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», Αισχύλ.)3. ισόχρονος (α. «τῷδε ἀνδρὶ σύμμετρος» — έχοντας την ίδια ηλικία με τον άνδρα αυτόν, Σοφ.β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, πάνω στην ώρα, Σοφ.)4. σύμφωνος με ένα μέτρο («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», Σοφ.)5. κατάλληλος για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)6. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, μέτριος («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», Πλάτ.)7. ταιριαστός, πρέπων (α. «ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω», Αισχύλ.β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη απόσταση ώστε να ακούει, Σοφ.)8. υποφερτός («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)9. μέτριος ως προς το μέγεθος («ἐν... στέγη συμμέτρῳ», Ξεν.).επίρρ...συμμέτρως ΝΜΑ, και σύμμετρα Ννεοελλ.με συμμετρία, συμμετρικάαρχ.1. με μέτρο, όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)2. τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», Ευρ.)3. αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», Πλάτ.)4. με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα5. σύμφωνα με το αρμόζον μέτρο6. (το συγκρ.) συμμετρότερονμε πιο αρμόδιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μετρος (< μέτρον*), πρβλ. ὑπέρ-μετρος].
Dictionary of Greek. 2013.